- ευμέθυστος
- εὐμέθυστος, -ον (Μ)αυτός που μεθάει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μεθύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμέθυστοι — εὐμέθυστος easily made drunk masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek